Υπό αυτόν τον τίτλο έχουν συγκεντρωθεί οι δραστηριότητες του Ιδρύματος που στοχεύουν στην αποκατάσταση μνημείων και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Επειδή σε αυτή την κατηγορία εντάσσουμε έργα και ενέργειες που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και ταυτότητας, είναι ενδεχόμενο να δίδεται η εντύπωση ότι υποστηρίζουμε δράσεις που, αν δεν μοιάζουν ετερόκλητες, διακρίνονται πάντως από ανομοιογένεια. Αυτό οφείλεται στο ότι παραθέτουμε προγράμματα που καλύπτουν διαχρονικά τον πολιτισμό μας από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, μέσα από το έργο συναρτόμενων με αυτόν το σκοπό φορέων και χώρων, όπως μουσεία, βιβλιοθήκες, κοινωφελείς εταιρίες, μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι και ανασκαφές.
Εκ παραλλήλου, έχοντας την πεποίθηση ότι ο πολιτισμός περνά όχι μόνο μέσα από τα μεγαλόπνοα και εντυπωσιακά επιτεύγματα, αλλά και μέσα από τη λαϊκή έκφραση, την παράδοση και την καθημερινότητα, πλαισιώνουμε την κατηγορία αυτή και με δωρεές σε περιφερειακούς συλλόγους, μουσεία και λαογραφικές συλλογές, καθώς και σε ναούς, μοναστήρια και βυζαντινά μνημεία, που σχετίζονται με την παραδοσιακή, εκκλησιαστική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική έκφραση της νεώτερης ιστορίας μας.
Σαφές παράδειγμα της μέριμνας του Ιδρύματος αποτελεί η Λαϊκή Βιβλιοθήκη της Καλαμάτας. Η υποστήριξη του Ιδρύματος ξεκίνησε από τον πρώτο κιόλας χρόνο της λειτουργίας του και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Η Βιβλιοθήκη, που αριθμεί 100.000 περίπου τόμους και πλήθος σπάνιων περιοδικών και εφημερίδων, είναι ένας σύνθετος οργανισμός, διότι, στη συνέχεια, προσετέθη σε αυτήν ως τμήμα και η Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης. Η Πινακοθήκη εμπλουτίστηκε περαιτέρω από δωρεές της Αναστασίας Κωστοπούλου, καθώς και από το κληροδότημα, με σημαντικό αριθμό έργων της, της Δάφνης Σ. Κωστοπούλου, κόρης του Σταύρου και της Δανάης Κωστοπούλου. Η συνεχής στήριξή μας προς τη Λαϊκή Βιβλιοθήκη και Πινακοθήκη της Καλαμάτας επέτρεψε τον εκσυγχρονισμό των τεχνικών της μέσων.
Πολλές, όμως, είναι και οι βιβλιοθήκες που έχουμε ενισχύσει σε όλη την επικράτεια. Θα σταθούμε ενδεικτικά μόνον στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη στην Άνδρο. Η Καΐρειος, εκτός από τη συντήρηση και λειτουργία της βιβλιοθήκης, έχει προβεί σε εκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη χορηγία μας, αλλά και στην αναστήλωση του Πύργου Αγαδάκη στο χωριό Απατούρια της Άνδρου, όπου έχει διαμορφωθεί αίθουσα συνεδρίων-σεμιναρίων και έκθεση αντικειμένων της προβιομηχανικής γεωργίας.
Η συνεργασία με μουσεία των οποίων η αποστολή είναι η διαφύλαξη και προβολή του πολιτισμού μας καλύπτει όλο το φάσμα των ενδιαφερόντων του Ιδρύματος και απαντάται σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια της εκδόσεως αυτής. Η πλέον χαρακτηριστική και παλαιά σχέση που διατηρεί το Ίδρυμα είναι αυτή με το Μουσείο Μπενάκη. Οι τρόποι υποστηρίξεως του Μουσείου περιλαμβάνουν την αγορά βιβλίων για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης του, την αγορά μουσειακών αντικειμένων, όπως των δύο προσωπογραφιών των Αθανασίου Διάκου και Οδυσσέα Ανδρούτσου, τη συντήρηση εικόνων, την ενίσχυση του ερευνητικού προγράμματος του Ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνα κοντά στη Σπάρτη και τη δημιουργία και τον εξοπλισμό αίθουσας περιοδικών εκθέσεων στο Κεντρικό Κτήριο της οδού Κουμπάρη, που φέρει το όνομα των ιδρυτών και δωρητών μας, Σπύρου και Ευρυδίκης Κωστοπούλου. Παράλληλα, μετά την επαναλειτουργία του ανακαινισμένου Κεντρικού Κτηρίου του Μουσείου και τη δημιουργία του Κτηρίου της οδού Πειραιώς, το Ίδρυμα στήριξε τη διοργάνωση πολλών από τις εκθέσεις που παρουσιάστηκαν εκεί, καθώς και την έκδοση συναφών καταλόγων.
Σημαντική υπήρξε και η στήριξη προς την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρία της Ελλάδος – Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Χάρη στην αρωγή του Ιδρύματος, αγοράσθηκαν και προσεφέρθησαν, κατόπιν υποδείξεως του Μουσείου, διάφορα αντικείμενα, η λεπτομερής υπόμνηση των οποίων δεν είναι δυνατή στην παρούσα έκδοση. Ενδεικτικά, ως προς την ποικιλία των εκθεμάτων αναφέρουμε εδώ την ελαιογραφία με τις πολεμικές επιχειρήσεις των Βενετών προς ανακατάληψη των φρουρίων της Πρέβεζας και της Βόνιτσας το 1717 υπό τον στρατηγό κόμητα J. Β. M. Schulenburg, την ελαιογραφία του Ν. Βολανάκη «Πυρπόληση τουρκικού δικρότου», ένα γιαταγάνι του Κωνσταντίνου Κανάρη, ένα χρυσό βραχιόλι της Αμαλίας διακοσμημένο με μικρογραφία του Όθωνα και μια μαχαίρα, δώρο του Ελευθερίου Βενιζέλου στον Νικόλαο Πλαστήρα.
Το Ίδρυμα προσέφερε ανάλογη, αν και μικρότερη, στήριξη και σε πολλά άλλα μουσεία. Επιλεκτικά θα αναφερθούμε στα Βυζαντινά Μουσεία των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, αλλά και την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης για τον εμπλουτισμό των συλλογών τους.
Επίσης, θεωρώντας ιδιαίτερα σημαντική, στο πλαίσιο της πολιτιστικής μας ταυτότητας και κληρονομιάς, τη διατήρηση και συντήρηση παραδοσιακών στολών και συναφών με την παράδοσή μας αντικειμένων, υποστηρίζουμε ανά την Ελλάδα λαογραφικά μουσεία, από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη και τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου.
Σε μία χώρα τόσο συνδεδεμένη με τη θάλασσα όπως η δική μας, φυσικό ήταν να υποστηριχθούν ναυτικά μουσεία και εγχειρήματα σχετικά με την προώθηση της ελληνικής ναυτικής παραδόσεως. Θα αναφερθούμε μόνο σε πρωτότυπες πρωτοβουλίες που υποστήριξε οικονομικά το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου. Η πρώτη αφορά την επισκευή και αποκατάσταση από το Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου του πλοίου «Θαλής ο Μιλήσιος» – του πλοίου που τοποθέτησε υποβρυχίως τα καλώδια του ΟΤΕ στα νησιά κατά τον εικοστό αιώνα. Η δεύτερη αφορά στην ανακατασκευή, με τα μέσα της εποχής αρχικής κατασκευής, από το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης ενός μινωικού πλοίου, το οποίο διέσχισε το 2004 το Κρητικό Πέλαγος από τα Χανιά στον Πειραιά. Μία τρίτη πρωτοβουλία αφορά στην αγορά και τη μελέτη για την αποκατάσταση του ιστορικού πλοίου τύπου πέραμα «Ελένη Π.» από το Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας, έργο που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Μια τέταρτη πρωτοβουλία ήταν η στήριξη του Προικοννησιακού Συνδέσμου για την κατασκευή και ναυπήγηση πιστού αντιγράφου του παραδοσιακού κωπήλατου σκάφους «Σαντάλα» της Προποντίδας.
Και στο εξωτερικό, το Ίδρυμα συνέδραμε στην ανακαίνιση αιθουσών μου¬σείων, Ελληνικών και Ρωμαϊκών συλλογών, όπως του Fitzwilliam Museum του Πανεπιστημίου του Cambridge, ή στη μεταφορά και αναδιάταξη των αρχαίων συλλογών του Πανεπιστημίου του Newcastle της Αγγλίας. Μεταξύ των προγραμμάτων που συγκεράζουν στοιχεία περισσοτέρων της μιας κα¬τηγοριών των δράσεών μας είναι η μετάφραση στα ελληνικά των παιδαγω¬γικών φυλλαδίων των αιθουσών της ελληνικής, ρωμαϊκής και ετρουσκικής τέχνης του Μουσείου του Λούβρου και η έκδοση δίσκων ακτίνας (CD) των κυπριακών αρχαιοτήτων της συλλογής Cesnola του Μητροπολιτικού Μου¬σείου Τέχνης της Νέας Υόρκης. Στο ίδιο πνεύμα υποστηρίξαμε το Μουσείο Αρχαιοτήτων της νέας Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας για την κατασκευή ειδικών προθηκών και, μαζί με το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, συνδράμαμε την Ιερά Μονή Θεοβαδίστου Όρους Σινά, Αγίας Αικατερίνης, για να διασκευα¬στεί το Σκευοφυλάκιο της Μονής σε Μουσείο σύγχρονων προδιαγραφών. Επίσης, μαζί με το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, αλλά και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αναλάβαμε το οικονομικό βάρος της διοργανώσεως της εκθέσεως «Byzantium 330-1453» που αποτέλεσε συμπαραγωγή του Μουσείου Μπενάκη με τη Royal Academy of Arts και παρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 2008¬2009. Η χορηγία εξασφάλισε, σύμφωνα με την ίδια τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου, «τη δυνατότητα οι επιμελητές να παρουσιάσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε όλο της το μεγαλείο προσφέροντας στο βρετανι¬κό κοινό τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσει και να κατανοήσει την τέχνη και τον πολιτισμό του Βυζαντίου σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια».
Οι Ιερές Μονές, λόγω της μακραίωνης ιστορίας τους, περικλείουν συχνά θησαυρούς που χρήζουν συντηρήσεως. Έτσι, συχνά το Ίδρυμα προστρέχει για τη διάσωσή τους. Η Μονή Κουτλουμουσίου στο Άγιον Όρος έτυχε αρωγής για τη συντήρηση των πολυτίμων χειρογράφων της βιβλιοθήκης της. Ομοίως, ενισχύθηκε η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου, με αφορμή τον εορτασμό των 900 ετών από της ιδρύσεώς της. Στο ίδιο νησί υποστηρίχθηκε, στη συνέχεια, και η αναστήλωση του Ιερού Καθίσματος του Οσίου Χριστοδούλου.
Τις περισσότερες φορές η στήριξή μας προς την Εκκλησία δεν αποσκοπεί στην ενίσχυση του ποιμαντορικού έργου της. Εξαίρεση, και ίσως μοναδικό παράδειγμα από απόψεως ευρηματικότητας, αποτελεί, κατά τη δεκαετία 1980, το έργο της Ιεράς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, η οποία φρόντιζε για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών των Βορειοηπειρωτών πριν ανοίξουν τα σύνορα με την Αλβανία μεταδίδοντας, συν τοις άλλοις, τη θεία λειτουργία μέσω μεγαφώνων εγκατεστημένων επί ελληνικού εδάφους!
Με την αναβίωση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, οι δωρεές του Ιδρύματος προς τη συγκεκριμένη Εκκλησία συνέβαλαν αρχικά στη συγκρότηση των δομών, στην επισκευή των ελάχιστων ναών που είχαν απομείνει και την ανέγερση νέων, στη δημιουργία στελεχών, στην ανάπτυξη προγραμμάτων για νέους (κατασκηνώσεις, νεανικά κέντρα) και, μετά το 2000, στη λειτουργία, με τη στήριξη της Θεολογικής Ακαδημίας, του Ελληνο-αλβανικού δημοτικού σχολείου του Δυρραχίου και του τεχνικού λυκείου Μεσοποτάμου κοντά στους Αγίους Σαράντα, πάντα υπό την σκέπη του Αρχιε¬πισκόπου Αναστασίου.
Επιλέγουμε να στηρίζουμε το έργο Ιερών Μητροπόλεων σε ακριτικές πε¬ριοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδος, όπως στη Θράκη ή στα Δωδεκάνησα. Στο εξωτερικό, έχουμε προσφέρει οικονομική βοήθεια σε Μητροπόλεις του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής για το αποστολικό έργο τους και σε Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη συντήρηση ή επισκευή κειμηλίων και βυζαντινών ιερών ναών στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της.
Μεταξύ των έργων συντηρήσεως βυζαντινού πολιτισμού που στηρίξαμε από το 1991 ήταν και η συντήρηση της αρκετά σημαντικής συλλογής εικόνων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας υπό την επίβλεψη του καθηγητού και ακαδημαϊκού Παν. Βοκοτοπούλου. Άλλη ενδεικτική περίπτωση αιτήματος που ικανοποιήθηκε αφορούσε στη συντήρηση βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων της Συλλογής Αιμιλίου Βελιμέζη. Συχνά, άλλωστε, δεχόμαστε αιτήματα σχετικά με τη συντήρηση βυζαντινών αρχιτεκτονικών μνημείων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ανασκαφή, συντήρηση και αναστήλωση υπό την επίβλεψη του καθηγητού και ακαδημαϊκού Παν. Βοκοτοπούλου της βυ¬ζαντινής μονής Παντανάσσης Φιλιππιάδος, της οποίας ο ναός είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πολυτελέστερους της ύστερης βυζαντινής περιόδου που σώζονται στην Ελλάδα.
Πέραν της βυζαντινής περιόδου, φυσική είναι η αναφορά και στην προχρι¬στιανική περίοδο, περίοδο κατά την οποία η χώρα μας έχει πολλά να επιδείξει. Το Ίδρυμα έχει στηρίξει πολλές ανασκαφές σπηλαίων, προϊστορικών και αρχαίων μνημείων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο χώρος της παρούσης εκδόσεως δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε σε όλες. Θα περιορισθούμε σε πέντε που θεωρούμε εθνικής σημασίας και θα τις παρουσιάσουμε χρονολογικά, ξεκινώντας από την Ελλάδα και καταλήγοντας στο εξωτερικό:
Μυκήνες:
Το Ίδρυμα στήριξε εξαρχής το πρόγραμμα της Εν Αθήναις Αρχαιολο¬γικής Εταιρείας για τη δημοσίευση της μελέτης των ευρημάτων πενήντα ετών έρευνας των ανασκαφών των Μυκηνών, σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά ημερολόγια και ό,τι άλλα στοιχεία υπήρχαν. Το συνολικό έργο τελεί υπό την επιστημονική εποπτεία του καθηγητού και ακαδημαϊκού Σπ. Ιακωβίδη, ο οποίος ανασκάπτει εδώ και πέντε δεκαετίες τη θέση, ενώ από το 1988 διευ¬θύνει και τη συνέχιση της ανασκαφής. Όπως εξηγεί ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης «η χορηγία αυτή διευκόλυνε ουσιαστικά την εκτέλεση του προ¬γράμματος της δημοσιεύσεως των ανασκαφών στις Μυκήνες». Η οργάνωση του εκδοτικού προγράμματος περιλάμβανε τη συστηματική και λεπτομερή τοπογράφηση ολόκληρης της ακροπόλεως των Μυκηνών από συνεργεία του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, την περιγραφή είκοσι και πλέον αρχιτεκτονικών κτισμάτων εντός και εκτός ακροπόλεως και την καταμέτρηση, κα-ταλογογράφηση, περιγραφή και φωτογράφηση όλων των στρωματογραφημέ-νων κινητών ευρημάτων, μεταξύ των οποίων διακόσιες χιλιάδες και πλέον όστρακα, που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών.
Οι καρποί της μελέτης οδήγησαν σε πλούσια συμπεράσματα που σχετίζονται με ασφαλέστερες και ακριβέστερες χρονολογήσεις των χρόνων ακμής και παρακμής της ακροπόλεως, τη βαθμιαία συρρίκνωση της μυκηναϊκής ανα-κτορικής οικονομίας, καθώς και τις χρήσεις και επαναχρήσεις των χώρων. Ο καθηγητής Σπύρος Ιακωβίδης καταλήγει ότι «από τις δημοσιεύσεις αυτές θα προκύψουν συμπεράσματα για την εξέλιξη των Μυκηνών».
Αρχαία Μεσσήνη:
Το Ίδρυμα ξεκίνησε να υποστηρίζει τις ανασκαφές υπό τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη το1986 και συνέχισε για τα επόμενα 21 χρόνια. Σύμφωνα με τον Πέτρο Θέμελη: «Το Ίδρυμα συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκατάσταση, την αναστήλωση, την ανάδειξη και την απόδοση στο κοινό μνημείων, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στο επιχειρησιακό πρόγραμμα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού». Ήδη ολοκληρώθηκαν: η στερέωση-αναστήλωση του ορθογώνιου Πύργου αρ.17 που βρίσκεται βορειοανατολικά της Αρκαδικής Πύλης, ενός από τους πληρέστερα και καλύτερα σωζόμενους πύργους των εντυπωσιακών οχυρώσεων, η αναστήλωση του τετρακιόνιου δωρικού Προπύλου, της μνημειώδους δηλαδή εισόδου που οδηγεί στη δυτική στοά του Γυμνασίου και από εκεί στο Στάδιο, η αναστήλωση του ταφικού μνημείου Κ3 στη δυτική στοά του Γυμνασίου, η αναστήλωση της Κρήνης Αρσινόης, η αναστήλωση του Δωρικού ναού αγοράς, η αποκατάσταση του «Θησαυρού» της αγοράς, η αποκάλυψη και διαμόρφωση της Βασιλικής, η αποκατάσταση του ταφικού μνημείου αμέσως ανατολικά του Ασκληπιείου. Εκτός αυτών, έγιναν εργασίες συντηρήσεως του αγάλματος του Ερμή του Γυμνασίου που εκτίθεται στο Μουσείο του αρχαιολογικού χώρου και αγοράσθηκαν δύο οχήματα για τη διεξαγωγή των αναστηλώσεων και ανασκαφών. Η ολοκλήρωση των επεμβάσεων αυτών στηρίζει και διευκολύνει το ανασκαφικό, αναστηλωτικό, μουσειολογικό και συγγραφικό έργο για την αρχαία Μεσσήνη.
Χορηγικό μνημείο Θρασύλλου:
Με την ενίσχυση του Ιδρύματος υλοποιείται η ανακατασκευή σημαντικών αρχιτεκτονικών μελών της ζωφόρου ενός αρχαίου χορηγικού μνημείου, αυτό του Θρασύλλου στη Νότια Κλιτύ της Ακροπόλεως. Το συνολικό πρόγραμμα εκτελείται υπό την επίβλεψη του καθηγητού Αλέξανδρου Μάντη και την εποπτεία της Επιτροπής του Θεάτρου και Ιερού του Διονύσου-Ασκληπιείου και εντάχθηκε εν μέρει στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Ο καθηγητής Αλέξανδρος Μάντης μας λέγει ότι «το ιδιαίτερο αυτό χορηγικό μνημείο σωζόταν στην θέση του έως το 1827, όταν βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Η μελέτη αποκατάστασής του είχε ως στόχο τη συγκέντρωση και την επεξεργασία δεδομένων που συνηγορούσαν υπέρ της μερικής αναστήλωσης ενός εξέχοντος στοιχείου του ιστορικού τοπίου της Ακροπόλεως για περισσότερους από είκοσι δύο αιώνες. […] Έτσι η συνολική εμπλοκή του Ιδρύματος αφορά τελικά σε οκτώ λίθους, αριθμό ιδιαίτερα σημαντικό. Πρόκειται για μέλη της πρόσοψης, που προορίζονται για προβεβλημένα σημεία στον δομικό ιστό του κτιρίου». Με την εξασφάλιση των απαραίτητων συμπληρωματικών κονδυλίων από το Ίδρυμα, ανασυστήνεται ένα εξέχον στοιχείο του ιστορικού τοπίου της Ακροπόλεως και ανασυνδέεται συμβολικά μέσα στο χρόνο μία αρχαία χορηγία -αυτή του Θρασύλλου- με μία σύγχρονη – αυτή του Ιδρύματος.
Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών:
Μεταξύ του Ινστιτούτου και του Ιδρύματος αναπτύχθηκε μακροχρόνια σχέση που ξεκίνησε το 1989 και σηματοδοτήθηκε με τη συνδρομή μας στην ανασκαφή ενός από τα σημαντικότερα αρχαία ναυάγια, αυτό στη νήσο Δοκό του Αργολικού Κόλπου. Μεγάλης κλίμακας υποβρύχιες ανασκαφικές έρευνες εμπορικών πλοίων των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων στηρίχθηκαν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990 στο ακρωτήριο Ιρίων Αργολίδος, στην Αντιδραγονέρα Κυθήρων και από το 2000 μέχρι σήμερα σε θέσεις του Παγασητικού, Αργοσαρωνικού και Νότιου Ευβοϊκού Κόλπου. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Γιάννος Λώλος «η έρευνα του αρχαιότερου γνωστού ναυαγίου στον κόσμο, στη νήσο Δοκό του Αργολικού (2200 π.Χ.), διενεργήθηκε κατά τα έτη 1989-1992 και υπήρξε έρευνα-σταθμός για την ελληνική ενάλια αρχαιολογία, αλλά και για την ιστορία του Ινστιτούτου Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών. Σηματοδότησε την αλματώδη ανάπτυξη του Ινστιτούτου στον ερευνητικό, εκδοτικό και εκπαιδευτικό τομέα και του προσέδωσε κύρος και διεθνή αναγνώριση. Το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου υπήρξε εξαρχής υποστηρικτής αυτής της προσπάθειας. Η σταθερή στήριξη από το Ίδρυμα και των άλλων σημαντικών ερευνών που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια συνέβαλε ουσιαστικά στην προώθηση της εναλίας αρχαιολογίας στη χώρα μας».
Ελληνικό Ινστιτούτο Μελετών Αρχαίας και Μεσαιωνικής Αλεξάνδρειας:
Το Ινστιτούτο εξασφάλισε άδεια από τις Αιγυπτιακές Αρχές, προκειμένου να διεξάγει ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες στις ανατολικές ακτές της Αλεξάνδρειας. Το Ίδρυμα στήριξε, στην αρχή, το 2001, κατ’ αποκλειστικότητα και έκτοτε σταθερά, τις ανασκαφές. Οι έρευνες απέδωσαν πλούσια στοιχεία για την ιστορία και τοπογραφία της αρχαίας πόλεως και τα αποτελέσματα της ανασκαφής εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, επίσης επιχορηγημένο από το Ίδρυμα. Ο καθηγητής Χάρης Τζάλας επισημαίνει ότι τα ευρήματα κατά τα δώδεκα χρόνια ανασκαφών είναι «εντυπωσιακά τόσο για τον μεγάλο αριθμό και τον όγκο τους όσο και για τη σημασία των νέων δεδομένων που προσθέτουν νέα στοιχεία στην ιστορία και την τοπογραφία της Μεγάλης Πόλης των Πτολεμαϊκών, των Ρωμαϊκών αλλά και των Ισλαμικών χρόνων». Η Ελληνική αρχαιολογική αποστολή με το σταθερό στίγμα τής εκεί παρουσίας της στέκεται επάξια δίπλα στις δύο μεγάλες ομόλογες γαλλικές αποστολές.
Ελληνικές αρχαιότητες και Βυζάντιο αποτελούν αντικείμενο περιοδικών εκθέσεων σε μουσεία της Ελλάδος, αλλά και του εξωτερικού. Ήδη αναφέραμε την έκθεση για το Βυζάντιο στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Εξίσου σημαντική ήταν η συμβολή μας στην πραγματοποίηση το 2004 στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης της εκθέσεως «Byzantium: Faith and Power (1261-1557)», μεταξύ άλλων Ιδρυμάτων και Εταιριών. Η έκθεση αυτή, μας υπενθυμίζει ο Διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου Δρ. Τόμας Κάμπελ, θεωρήθηκε μια από τις κορυφαίες της χρονιάς εκείνης και ο συνοδευτικός κατάλογός της βραβεύτηκε με δύο από τις σημαντικότερες διακρίσεις στον τομέα της ιστορίας της τέχνης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε συνεργασία με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, συνδράμαμε την έκθεση «Άθως» που διοργανώθηκε το 2006 στο Helsinki City Art Museum, αλλά και την έκθεση με θέμα την αρχέγονη θεότητα της αναπαραγωγής «Έρως… από τη Θεογονία του Ησιόδου στην Ύστερη Αρχαιότητα», η οποία παρουσιάσθηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το 2009. Ιδιαίτερη αναφορά αρμόζει στη συνεργασία μας με το Μουσείο του Λούβρου για την έκδοση του καταλόγου της εκθέσεως για τον Πραξιτέλη που έγινε στο σημαντικό αυτό γαλλικό Μου¬σείο και μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας το 2007.
Ομοίως στηρίξαμε τον Όμιλο Διαφυλάξεως Πολιτιστικής Κληρονομιάς Κεφαλληνίας – Ιθάκης για την έκδοση της ιστορικής μελέτης «Ποία η Ομηρική Ιθάκη» που διανεμήθηκε δωρεάν σε σχολεία και βιβλιοθήκες των δύο νησιών. Ο ίδιος Όμιλος ενήργησε για την απόκτηση και έκθεση στην Κεφαλονιά 152 έργων του κεφαλονίτη Ελληνο-αμερικανού ζωγράφου Γεράσιμου Στέρη.
Το Ίδρυμα ενισχύει και εκδόσεις επιστημονικού, ιστορικού και ερευνητικού περιεχομένου, με μικρό εμπορικό ενδιαφέρον. Μεταξύ των σημαντικότερων είναι η δίτομη συναγωγή 35 μελετών της Εφόρου αρχαιοτήτων Ιουλίας Βοκοτοπούλου το 2001 ή το λεύκωμα της Αγιορείτικης Εστίας της Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε το 2008 με τίτλο «Άγιον Όρος. Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος. Φωτογραφίες 1956-2001», με 165 φωτογραφίες του τοπίου και των κτηρίων του Αγίου Όρους. Στηρίξαμε, ακόμη, τις εκδόσεις
Mondadori – Electa για την έκδοση μονογραφίας σχετικά με το έργο του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, δύο εκδόσεις του καθηγητού Αλ. Παπαγεωργίου-Βενετά που αφορούν στην αρχιτεκτονική και πολεοδομία της νεώτερης Αθήνας: «Εδουάρδος Σάουμπερτ (1804-1860). Συλλογή τεκμηρίων για τον σχεδιασμό της Αθήνας και του Πειραιά» το 1998 και «Ο Κήπος της Αμαλίας. Σχεδιασμός, ίδρυση και εξέλιξη του Εθνικού Κήπου της Αθήνας-Συμβολή στην Αθηναϊκή ιστοριογραφία» το 2008, αλλά και τις εκδόσεις της καθηγήτριας Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ «Η Αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου. 1720-1940» το 1992 και «Δώδεκα Έλληνες Αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου (Μορφές Ελληνικής Αρχιτεκτονικής του 20ού Αιώνα)» το 1999. Υπενθυμίζουμε δε ότι με τη στήριξή μας προς την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας πραγματοποιήθηκαν πολλές εκδόσεις ιστορικού περιεχομένου, καθώς και ανατυπώσεις εξαντλημένων ιστορικών συγγραμμάτων. Με το ίδιο σκεπτικό, επανειλημμένως ενισχύθηκε και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
Οι μεταφράσεις κειμένων αρχαίων συγγραφέων σε νέα Ελληνικά έτυχαν, επίσης, της αρωγής μας. Οι πιο πρόσφατες είναι οι μεταφράσεις από τον δημοσιογράφο-συγγραφέα Ανδρέα Ζούλα των επτά σωζομένων τραγωδιών του Αισχύλου και των, επίσης επτά, σωζομένων τραγωδιών του Σοφοκλέους, το 2007 και το 2008 αντιστοίχως, και η μετάφραση της Ιλιάδος από τον καθηγητή Δημήτριο Μαρωνίτη το 2009.
Τέλος, αναφέρουμε και την Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων, η οποία διαθέτει ποικιλία ελληνικών ψηφιακών πολυτονικών γραμματοσειρών, αποτελούμενη από ιστορικά δείγματα, αλλά και νέους σχεδιασμούς που σέβονται την τυπογραφική παράδοση.