Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και μια ιδιαίτερη και καθοριστική για την ταυτότητά του δραστηριότητα αποτελεί για το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου η παραγωγή εκθέσεων και εκδόσεων. Η συγκεκριμένη δράση ξεκίνησε το 1994, με την έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη, σημαντικού και διεθνούς φήμης και κύρους εικαστικού καλλιτέχνη, και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Η δραστηριότητα αυτή, επικεντρωμένη κυρίως στην παραγωγή εκθέσεων σύγχρονης τέχνης και των συνοδευτικών τους καταλόγων, επεκτείνεται ενίοτε και σε τομείς όπως η παραγωγή ανεξάρτητων εκδόσεων, ταινιών τεκμηριώσεως εικαστικού και, σε κάθε περίπτωση, καλλιτεχνικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος και συνεδρίων. Η εικαστική εκθεσιακή δραστηριότητά του είναι αυτή που έχει καταξιώσει και καθιερώσει το Ίδρυμα στη συνείδηση του φιλότεχνου κοινού μεταξύ των σημαντικότερων ιδιωτικών, αλλά και κρατικών φορέων στηρίξεως και προβολής των εικαστικών τεχνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το Ίδρυμα ξεκίνησε τη διοργάνωση των δικών του εκθέσεων χωρίς, λόγω αυτού, να παραμελεί την παράλληλη υποστήριξη των από άλλους φορείς οργανωμένων εκθέσεων, σε μια περίοδο που οι χώροι, ιδιωτικοί και κρατικοί, που προέβαλαν τη σύγχρονη τέχνη ήταν ελάχιστοι. Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, ούτε τα κρατικά Μουσεία σύγχρονης τέχνης είχαν ιδρυθεί ακόμη ούτε, όμως, και τα ιδιωτικά ή περιφερειακά Μουσεία, Συλλογές και Ιδρύματα αντιστοίχως είχαν αναπτυχθεί και αποκτήσει τους δικούς τους χώρους. Το εγχώριο εικαστικό τοπίο κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό και, αν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί άγονο, ήταν, τουλάχιστον, αφιλόξενο στις δημιουργίες της σύγχρονης τέχνης. Ακόμη και στο χώρο των εμπορικών εικαστικών δραστηριοτήτων, ελάχιστες ήταν οι αίθουσες τέχνης που ασχολούνταν αμιγώς με τη σύγχρονη τέχνη και, φυσικά, ακόμη λιγότερες με τη διεθνή σύγχρονη τέχνη. Άλλωστε και οι συντονισμένες ενέργειες για την ανάδειξη της εγχώριας εικαστικής παραγωγής και τη διασύνδεσή της με την ευρωπαϊκή δεν ξεκίνησαν παρά μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, με την ίδρυση του ΠΣΑΤ (Πανελληνίου Συλλόγου Αιθουσών Τέχνης). Κατά συνέπεια, ούτε η Art Athina υφίστατο ακόμη, αλλά ούτε και οι δημοπρασίες ελληνικών και διεθνών σημαντικών οίκων, που άρχισαν εκείνη την περίοδο να δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ασχολούνταν με τη σύγχρονη τέχνη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος, θέλοντας να υποστηρίξει παράλληλα με τους άλλους τομείς πολιτισμού της και αυτόν της σύγχρονης καλλιτεχνικής εκφράσεως, αποφάσισε, με τη συνεργασία και ηθική στήριξη και άλλων υποστηρικτών της σύγχρονης τέχνης, να ασχοληθεί ενεργά με την ανάδειξη και προβολή του έργου Ελλήνων ή ελληνικής καταγωγής καλλιτεχνών που είχαν κατορθώσει να διακριθούν και να αναγνωριστούν διεθνώς στο δεύτερο, κυρίως, μισό του 20ού αιώνα και, ειδικότερα, από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Το γεγονός ότι το Ίδρυμα δεν διέθετε ιδιόκτητο εκθεσιακό χώρο απεδείχθη στην πράξη θετικό, αφού αφενός τού επέτρεψε τη διεξαγωγή εκθέσεων, όπως προκύπτει και από τον κατάλογο και τις φωτογραφίες που έπονται, σε μη συμβατικούς χώρους, ενισχύοντας τον απόηχό τους και τονίζοντας τη δυναμική και τον εναλλακτικό χαρακτήρα της σύγχρονης τέχνης, και αφετέρου το οδήγησε σε συνεργασίες με πολλούς φορείς της χώρας, τονίζοντας τον κοινωφελή, αλλά και ευέλικτο χαρακτήρα του. Πολλές από αυτές τις συνεργασίες συνεχίστηκαν και εμπεδώθηκαν με την πάροδο των χρόνων και σε άλλους τομείς, δίνοντας ενίοτε εξαιρετικά αποτελέσματα και συμβάλλοντας στην αλλαγή του τοπίου για την υποδοχή, την πρόσληψη και την καλύτερη αντιμετώπιση της σύγχρονης τέχνης στη χώρα. Αξίζει να αναφερθούμε στις συνεργασίες μας με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Μουσείο Μπενάκη, την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), η οποία εγκαινίασε το 1994 το νέο της εκθεσιακό χώρο «το εργοστάσιο» με τη συνδρομή του Ιδρύματος και την έκθεση του γλύπτη Τάκι. Ο συγκεκριμένος χώρος αποτέλεσε για αρκετά χρόνια το μοναδικό χώρο φιλοξενίας μεγάλων σε μέγεθος και σημασία εκθέσεων για τη σύγχρονη τέχνη στην Αθήνα.
Ξεκινώντας το 1994, και έκτοτε σε ετήσια σχεδόν βάση, το Ίδρυμα έχει σταθερή παρουσία στο χώρο της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, οργανώνοντας, συνδιοργανώνοντας, ενισχύοντας και υποστηρίζοντας σημαντικές εκθέσεις που προβάλλουν το έργο, την προσωπικότητα και το ρόλο στην τοπική ή διεθνή σκηνή Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής καλλιτεχνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για τη δράση του αυτή διακρίθηκε κατ’ επανάληψη εντός και εκτός Ελλάδος, με σημαντικότερες διακρίσεις αυτές του ΟΜΕΠΟ (Ομίλου για την Επικοινωνία Πολιτιστικών και Οικονομίας) κατά τα έτη 1994-1999. Από τις εκθέσεις του Ιδρύματος, αυτή που αποτελεί σταθμό λόγω της εκκινήσεως ενός μακρόχρονου, πλέον, προγράμματος, της επιλογής ενός φορτηγού πλοίου για τη διεξαγωγή της και της βαρύτητος του ονόματος του καλλιτέχνη είναι η έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη στο φορτηγό πλοίο ΙΟΝΙΟΝ, στον Πειραιά. Η αναφορά δε σε αυτήν αποτελεί αφορμή για να ευχαριστήσουμε τον καλλιτέχνη και την Γκαλερί Bernier, που είχε την ιδέα για μια μεγάλη έκθεση του καλλιτέχνη στη γενέτειρά του και απευθύνθηκε στο Ίδρυμα, που πήρε έτσι την απόφαση να στραφεί στη διοργάνωση ενός σύγχρονου πολιτιστικού γεγονότος.
Η μοναδικότητα αυτής της εκθέσεως και η επιτυχία της, εντός και εκτός συνόρων, είχε ως αποτέλεσμα να συνεχιστεί η επικοινωνία και η συνεργασία με τον καλλιτέχνη και να αναπτυχθεί μια γόνιμη και φιλική σχέση, που επισφραγίστηκε με την τήρηση ενός Αρχείου για τον καλλιτέχνη στο Ίδρυμα, για την μελέτη του έργου του, το οποίο έκτοτε ενημερώνεται και εμπλουτίζεται τακτικά. Η περαιτέρω αναφορά στη συγκεκριμένη έκθεση, αν και δικαιολογημένη, λόγω της ενάρξεως το 1994 ενός, κατά γενικήν ομολογία, επιτυχημένου και χρήσιμου εκθεσιακού προγράμματος, θα ήταν άδικη, δεδομένου ότι όλες οι εκθέσεις του Ιδρύματος είχαν κάτι το ιδιαίτερο, ενώ λέγεται ότι σηματοδοτούν μέχρι και σήμερα μια νέα αντιμετώπιση του όρου αναδρομική έκθεση σύγχρονης τέχνης στη χώρα. Για το λόγο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε πολύ συνοπτικά σε όλες τις εκθέσεις που διοργάνωσε το Ίδρυμα, παραθέτοντας, για λόγους υπομνήσεως, κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες.
Το Ίδρυμα δεν δραστηριοποιήθηκε μόνο στην Ελλάδα ούτε παρουσίασε μόνο το έργο Ελλήνων καλλιτεχνών. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά την έκθεση της φωτογράφου Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, γνωστής από την υπογραφή της ως Nelly’s, το 1997 στο ICP (International Center of Photography) στη Νέα Υόρκη, με τη συνεργασία του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη ή την έκθεση σύγχρονων ιταλών καλλιτεχνών το 1998 στην Αθήνα, στο Γκάζι, στο πλαίσιο της Art Athina ή, ακόμη, την έκθεση της αμερικανίδας καλλιτέχνιδος Eve Sussman και της ομάδας συνεργατών της από διαφορετικούς τομείς της σύγχρονης εκφράσεως «Rufus Corporation», το 2007 στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Εκ παραλλήλου με την παραγωγή μουσειακών, κυρίως, αναδρομικών εκθέσεων, το Ίδρυμα έχει εκδώσει ή και συνεκδώσει καταλόγους εκθέσεων και άλλα συναφή έντυπα στο χώρο των εικαστικών τεχνών. Μικρότερη, αλλά όχι αμελητέα, είναι και η εκδοτική του δραστηριότητα στο χώρο της ευρύτερης πολιτισμικής μας κληρονομιάς, όπως επί παραδείγματι η έκδοση του λευκώματος «ΣΙΦΝΟΥ» του Roger Tourte σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων για την επέτειο των 20 χρόνων λειτουργίας του. Πιο πρόσφατα το Ίδρυμα ξεκίνησε μια νέα σημαντική δραστηριότητα στο χώρο της εικαστικής εκπαιδεύσεως και θεωρητικής καταρτίσεως, με τη συνεργασία του με πανεπιστημιακά και άλλα αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου για την Ημερίδα εις μνήμην του Ευστράτιου Ελευθεριάδη (Tériade) το Νοέμβριο του 2008.
Ένας ακόμη τομέας συμπαραγωγής είναι αυτός των ταινιών τεκμηριώσεως που αφορά κυρίως σε συνδεόμενα με τις διοργανώσεις εκθέσεων του Ιδρύματος θέματα ή σε ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφερθούμε στη συμπαραγωγή με τη γερμανική εταιρία Artcore της ταινίας του Hans Peter Schwerfel για τον Γιάννη Κουνέλλη ή στις ταινίες του σκηνοθέτη Γιώργου Δάμπαση για τον Παύλο και για την έκθεση «Η Δόξα του Βυζαντίου», που πραγματοποιήθηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης το 1997.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά στον τομέα της ενεργού δράσεως του Ιδρύματος στο χώρο της προβολής του σύγχρονου εικαστικού προσώπου και των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων στη χώρα μας, επιθυμούμε, πριν την αναλυτική παράθεση των εκθέσεων και των εκδόσεων που έχουμε παραγάγει ή που αποτελούν αποτέλεσμα συνεργασίας και συμπράξεως με άλλους, να ευχαριστήσουμε τους καλλιτέχνες για την εμπιστοσύνη που έδειξαν στο Ίδρυμα, όταν ακόμη έκανε τα πρώτα του βήματα σε αυτόν τον δύσκολο, αλλά προκλητικό και ενδιαφέροντα χώρο, και όλους τους εμφανείς και αφανείς συνεργάτες μας, εξωτερικούς και κυρίως εσωτερικούς, γιατί χωρίς την αμέριστη συμπαράσταση και έμπρακτη συμμετοχή τους δεν θα είχε επιτευχθεί το δύσκολο αυτό εγχείρημα από ένα ολιγομελές και με περιορισμένες τεχνικές δυνατότητες ελληνικό Ίδρυμα. Σε αυτούς οφείλουμε την καλή μαρτυρία και το ότι το όνομα μας αποτελεί σήμερα εγγύηση για μια σοβαρή εικαστική διοργάνωση στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.